ριπιφορίδες

ριπιφορίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες παρασιτούν στις σφήκες και στις κατσαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγλ. rhipiphoridae (< ῥιπίς + -φόρος* + κατάλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”